- πολεύων
- πολεύωturnpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεύω — Α 1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.) 2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων ο πλανήτης που κυριαρχεί … Dictionary of Greek